17 Δεκ 2014

«Σβήνουν» τα θερμοκήπια της Μεσαράς

Mάχη επιβίωσης δίνουν οι ιδιοκτήτες των θερμοκηπίων της Μεσαράς, καθώς οι εποχές που το μοναδικό κλίμα σε συνδυασμό με τις συνθήκες της εποχής τριάντα και πλέον χρόνια πίσω, έβαλαν τη Μεσαρά μαζί την Ιεράπετρα στα μεγαλύτερα κατά κεφαλήν εισοδήματα της Ευρώπης έχουν περάσει πλέον ανεπιστρεπτί.
Σήμερα το ένδοξο παρελθόν αποτελεί ιστορία ενώ το μέλλον προδιαγράφεται εξαιρετικά δυσοίωνο για τον τόπο που άνοιξε τους δρόμους των πρώιμων κηπευτικών και τα καθιέρωσε ως το χρυσάφι της Κρητικής γης στα τραπέζια των Ευρωπαίων.
Μετρώντας ήδη πέντε δεκαετίες, τα θερμοκήπια που εμφανίστηκαν δειλά – δειλά τη δεκαετία ανάμεσα στο 1960 και το 1970, παραμένουν πολλά αφού οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 7.500 ως 8000 στρέμματα αλλά όχι πλέον κερδοφόρα. Με τα πιο μελανά χρώματα περιγράφει τη σημερινή κατάσταση ο πρόεδρος του αγροτικού συλλόγου Τυμπακίου, του τόπου που έχει ταυτίσει το όνομα του με τα θερμοκήπια, κ.Γιώργος Ντισπυράκης μιλώντας στο inotos: «Δυστυχώς οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες που κάποτε βοήθησαν ολόκληρη την Κρήτη να σταθεί στα πόδια της, να γίνει γνωστή στα πέρατα της γης, και την οικονομία της να εκτιναχθεί, σήμερα είναι ζημιογόνες επιχειρήσεις. Πολλά έχουν εγκαταλειφθεί ή θα εκγαταλειφθούν στο μέλλον ενώ μικροί παραγωγοί οι οποίοι είναι υπερχρεωμένοι και δεν μπορούν να προχωρήσουν σε επόμενη καλλιέργεια νοικιάζουν τα θερμοκήπια τους σε μεγαλύτερους παραγωγούς με την ελπίδα ότι αυτοί θα μπορέσουν να τα καλλιεργήσουν. Δυστυχώς υπάρχει και θερμοκήπιο που ο παραγωγός το φύτεψε και δεν μπορεί να εξασφαλίσει το νάιλον, που κοστίζει 1500 ευρώ, για να το σκεπάσει».
Καλλιεργούν ακριβά, πωλούν φθηνά
Η φθίνουσα πορεία των θερμοκηπίων φαίνεται να ακολουθεί την πορεία της χώρας στην οικονομική κρίση, η οποία ρίχνει συνεχώς τις τιμές αλλά όχι και τα έξοδα. Κάποια στοιχεία που παραθέτει ο κ. Ντισπυράκης είναι χαρακτηριστικά για τα κόστη και τα έσοδα στον τομέα των θερμοκηπιακών καλλιεργειών:
*Τη δεκαετία του 80 τα πενήντα κιλά του λιπάσματος νιτροκάλι, βασικό καλλιεργητικό εφόδια για θερμοκήπια κόστιζαν 1000 δραχμές. Σήμερα τα 25 κιλά του ίδιου λιπάσματος κοστίζουν 35 ευρώ.
*Το ίδιο διάστημα οι εξαγωγές αγγουριού που ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες βέβαια, γίνονταν με 250 ως 400 δραχμές το κιλό . Τις τελευταίες μέρες έγινε εξαγωγή με 23 λεπτά το κιλό.
Ο κ.Γιώργος Ντισπυράκης
Αν στα παραπάνω συνυπολογιστούν παράγοντες που σχετίζονται με τη διεθνή οικονομική κατάσταση γίνεται κατανοητό σε πόσο δυσχερή κατάσταση βρίσκονται οι καλλιεργητές θερμοκηπίων. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο κ.Ντισπυράκης: «εν μέσω κρίσης τίποτα από όσα χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες δε μειώθηκε. Ούτε το κόστος κατασκευής του θερμοκηπίου, ούτε οι σπόροι, τα λιπάσματα, τα φάρμακα και ότι άλλο απαιτείται. Αντιθέτως όλα εκτινάχθηκαν στα ύψη ενώ παράλληλα με τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί υπολειμματικότητας, τα φυτοπροστατευτικά κοστίζουν πολύ περισσότερο».
Χρωστούν και πουλούν κάτω του κόστους
Στην πλειοψηφία τους οι περίπου 1260 καλλιεργητές των 7.500 ως 8000 στρεμμάτων θερμοκηπίων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς (όπως αυτοί κατεγράφησαν σε διαδικασία που είχε κάνει ο αγροτικός σύλλογος Τυμπακίου για τον ecoli) είναι χρεωμένοι και με τα σημερινά δεδομένα χωρίς καμία ελπίδα να πληρώσουν τα χρέη τους. Όπως λέει ο κ. Ντισπυράκης : «οι καλλιεργητές θερμοκηπίων σήμερα στη Μεσαρά χρωστούν παντού, σε τράπεζες, εφορίες, γεωπόνους. Οι ελπίδες να πληρώσουν τα χρέη τους είναι σχεδόν μηδενικές αν υπολογίσουμε ότι για παράδειγμα σήμερα το κόστος παραγωγής του αγγουριού κυμαίνεται ανάμεσα στα 50 και στα 60 λεπτά ανά κιλό. Όταν αναγκάζονται να πωλήσουν φθηνότερα από όσα ξοδεύουν για να καλλιεργήσουν, πόσες αλήθεια ελπίδες μπορούν να έχουν;»
Στο ερώτημα για το πώς φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση ο κ. Ντισπυράκης απαντά: «είναι μια σειρά παραγόντων που οδήγησαν σε αυτό που σήμερα αντιμετωπίζουμε. Η παγκοσμιοποίηση, οι αλλαγές στους δασμούς από τρίτες χώρες οι οποίες εισάγουν προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς τους «ακριβούς» όρους περί υπολλειμματικότητας έκαναν τα προϊόντα μας να μην μπορούν να ανταγωνιστούν τα φθηνότερα αλλά σαφέστατα πολύ υποδεέστερης ποιότητας άλλων χωρών. Έχουμε αυτή τη στιγμή τα καλύτερα ποιοτικά προϊόντα στην Ευρώπη και δυστυχώς δεν μπορούμε να τα πουλήσουμε στις τιμές που τους αξίζουν».



Της Μαρίας Καλλέργη
inotos

Ετικέτες ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα